Η Ματέρα έχει τη δική της αξιοθαύμαστη ιστορία. Είναι σκαλισμένη σε μία ρεματιά στην εξοχή της περιφέρειας Μπαζιλικάτα στο κουντεπιέ της «μπότας» της ιταλικής χερσονήσου. Κάποτε η πόλη είχε χαρακτηριστεί «ντροπή της Ιταλίας». Αυτόν τον δυσφημιστικό χαρακτηρισμό τον όφειλε στις σπηλιές στις οποίες στεγάζονταν οι φτωχοί κάτοικοί της. Τη δεκαετία του 1970 η Ματέρα μετατράπηκε σε πόλη φάντασμα. Ο οικισμός για πρώτη φορά έμεινε ακατοίκητος μετά από 10.000 χρόνια. Όμως μία δεκαετία αργότερα η επιβλητική ομορφιά της έβαλε τα θεμέλια για μια εκπληκτικής αναγέννηση. Σε αυτό συνέβαλε η δημιουργικότητα μιας ομάδας τοπικών επιχειρηματιών (πολλοί από τους οποίους κατάγονταν από τους προηγούμενους κατοίκους) οι οποίοι διέκριναν τις προοπτικές αυτού του ιδιαίτερου μέρους.

Σήμερα οι ιστορικές εκκλησίες της πόλης βρίσκονται δίπλα σε boutique ξενοδοχεία, γκαλερί και εστιατόρια που στεγάζονται σε πρώην κατοικίες- σπηλιές. Η Mατέρα είναι πλέον Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Το 2019 ήταν Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης ενώ σχετικά πρόσφατα «πρωταγωνίστησε» και σε μια άλλη μεγάλη ταινία του Χόλιγουντ. Την τελευταία ταινία της σειράς Τζέιμς Μποντ.

Μία δημοσιογράφος τους BBC επισκέφτηκε την πόλη της Ιταλίας και συνάντησε τον Antonio Nicoletti, πολιτικό μηχανικό και διευθυντή του οργανισμού τουρισμού της Μπαζιλικάτα στην πλατεία Piazza Vittorio Veneto. O ίδιος θυμάται τα βουητά και την ανυπομονησία που επικρατούσε στο ίδιο σημείο το 1991. «Όταν ήμουν πολύ νεότερος αυτή η περιοχή ήταν ένας συνηθισμένος ασφαλτωμένος δρόμος με αυτοκίνητα, πάρκινγκ και μερικά παρτέρια. Μία μέρα, όταν ήμουν 17 χρονών ένα από τα παρτέρια κατέρρευσε».

Αποδείχθηκε πως το παρτέρι είχε χτιστεί πάνω από μία γιγαντιαία δεξαμενή δίπλα στην αρχαία Sassi, την παλιά συνοικία με τις σπηλιές της Ματέρα. Η συνοικία Sassi κατοικήθηκε από το 850 π.Χ.. Τη δεκαετία του 1950 η ιταλική κυβέρνηση την χαρακτήρισε vergogna nazionale, δηλαδή εθνική ντροπή, καθώς έγινε ευρύτερα γνωστό πως οι κάτοικοι εκεί ζούσαν σε άθλιές συνθήκες χωρίς πρόσβαση σε καθαρό νερό, ρεύμα και αποχέτευση. Το Sassi εκκενώθηκε και οι περίπου 20.000 κάτοικοι του μεταφέρθηκαν σε καινούργιες πολυκατοικίες σε μοντέρνα διαμερίσματα.

H ανακάλυψη της μεγαλειώδους δεξαμενής ήταν ένα σοκ για πολλούς, τόσο εντός όσο και εκτός της Ιταλίας. Όμως για ορισμένους Μaterani, αυτούς που μεγάλωσαν στο Sasssi και τους απογόνους τους, ενίσχυσε την άποψη που είχαν ήδη. Ότι δηλαδή, πριν την παρακμή της εξαιτίας της φτώχειας, του υπερπληθυσμού και των ασθενειών, η Ματέρα ήταν μία επιτυχημένη και εξελιγμένη κοινότητα με ένα εντυπωσιακό υπόγειο σύστημα συλλογής νερού της βροχής.

Το Sassi ήταν η έδρα μίας κλειστής κοινότητας από γαιοκτήμονες, τεχνίτες και εμπόρους και στη συνέχεια κυρίως γεωργούς και κτηνοτρόφους η οποία προσάρμοσε τη ζωή της σε αυτό το άγονο και βραχώδες τοπίο. Oι πέτρινες αυτές κατοικίες ήταν κατάλληλες για τους ψυχρούς χειμώνες και τα πάρα πολύ ζεστά καλοκαίρια ενώ οι σπηλιές που σκάφτηκαν πάνω στον ασβεστόλιθο πίσω από τα σπίτια ήταν ιδανικές για την αποθήκευση τροφίμων καθώς διατηρούσαν τις θερμοκρασίες σταθερές.

Οι κάτοικοι δημιούργησαν επίσης ένα απλό αλλά εφευρετικό σύστημα δεξαμενών οι οποίες σκαλίστηκαν στις πέτρες και συνέλεγαν και φίλτραραν το νερό της βροχής. «Για μία πόλη η πρόσβαση σε νερό από ποτάμια είναι πολύ σημαντική», λέει η Sabrina Centonze, αρχιτέκτονας που εξειδικεύεται στις κατοικίες με χαμηλό αντίκτυπο στο περιβάλλον. «Μιας και δεν υπήρχαν ποτάμια στη Ματέρα, οι κάτοικοι εκμεταλλεύτηκαν το νερό της βροχής και των πηγών. Το συνέλεγαν σε διάφορους τύπους δεξαμενών που ήταν σχεδιασμένες για άλλον σκοπό η καθεμία».

Σκουπίδια, λύματα και άλλα υλικά, ανακυκλώνονταν και επαναχρησιμοποιούνταν. Η κοινότητα κατάφερε να είναι αυτάρκης σε μεγάλο βαθμό καλλιεργώντας προϊόντα σε κήπους που δημιουργήθηκαν στην οροφή των κατοικιών ή στην εξοχή γύρω από την παλιά πέτρινη πόλη.

Σύμφωνα με την Rita Orlando, η οποία είναι αρχιτέκτων και εργάζεται στο ίδρυμα Matera Basilicata 2019 οι κάτοικοι ήταν κυρίως χορτοφάγοι. «Το κρέας ήταν αρκετά ακριβό, οι περισσότεροι δεν μπορούσαν να αντέξουν το κόστος του, πέρα από ιδιαίτερες περιστάσεις. Τα όσπρια ήταν η κύρια πηγή πρωτεΐνης» εξηγεί.

Οι κάτοικοι διατηρούσαν μία κυκλική, θα λέγαμε οικολογική, προσέγγιση στη ζωή. «Υλικά και αντικείμενα επιδιορθώνονταν και επαναχρησιμοποιούνταν πολλές φορές και για διάφορους σκοπούς», λέει η Orlandno και προσθέτει πως «υπήρχε ισχυρή αίσθηση της κοινότητας που είναι βασισμένη στην αμοιβαία υποστήριξη». Ένα καλό παράδειγμα για το πως συνεργάζονταν οι άνθρωποι ήταν μία τελετή που λάμβανε χώρα κάθε Αύγουστο. Οι κάτοικοι του Sassi μαγείρευαν crapiata, ένα μείγμα από ανάμεικτα ψυχανθή και όσπρια τα οποία προέρχονταν από όλες τις οικογένειες. «Ήταν ένας τρόπος να μην πετάξουν τα αχρησιμοποίητα όσπρια τα οποία δεν αρκούσαν για μία οικογένεια.

Για αυτούς τους λόγους ο παλιός πέτρινος οικισμός αναφέρεται πολλές φορές από τους ειδικούς στον αστικό σχεδιασμό ως ένα πρώιμο παράδειγμα βιώσιμης και «έξυπνης πόλης». Και επίσης για αυτό τον λόγο η UNESCO το 1993 περιέλαβε τo Sassi σαν Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς χαρακτηρίζοντας το «το πιο εκπληκτικό, άθικτο παράδειγμα, ενός τρωγλοδυτικού οικισμού στην περιοχή της Μεσογείου, τέλεια προσαρμοσμένο στο έδαφος και στο οικοσύστημα.

Σήμερα ένα μεγάλο κομμάτι του Sassi έχει μετατραπεί σε luxury butique ξενοδοχεία-σπηλιές, μοντέρνα εστιατόρια, γκαλερί και εργαστήρια στα οποία δουλεύουν καλλιτέχνες. Όμως η εικόνα της γειτονιάς έχει μικρή διαφοροποίηση από το πως ήταν πριν εγκαταλειφθεί.

Στον βορρά και στα ανατολικά, πέρα από το φαράγγι Gravina απλώνεται ένα έρημο οροπέδιο. Στα δυτικά κυψελοειδή χτίσματα από αμμόλιθο, βυζαντινές εκκλησίες και σπηλιές σχημάτιζαν το άνω κομμάτι της παλιάς πόλης. Ένα λαβύρινθος από σκαλιά και στενά καλντερίμια συνέδεαν τα διάφορα επίπεδα.

«Η οροφή της μίας σπηλιάς είναι το πάτωμα της άλλης» εξηγεί η Sabrina Centonze. «Αυτή η μέθοδος ονομάζεται αρχιτεκτονική δια της αφαίρεσης, καθώς η κατασκευή προχώρα με την αφαίρεση υλικών από τη γη».

H δεξαμενή που ανακαλύφθηκε από την κατάρρευση του παρτεριού για την οποία έγινε λόγος πριν είναι η Palombaro Lungo, ένα άλλο εξαιρετικό δείγμα της εφευρετικότητας των ανθρώπων της πόλης. Η δεξαμενή του 16ου αιώνα βάθους 16 μέτρων και μήκους πενήντα μέτρων είχε χωρητικότητα έως 5 εκατομμύρια λίτρα φρέσκο πόσιμο νερό από τις πηγές.

Μία άλλη «υδάτινη» στάση που αξίζει να κάνετε είναι στην Fontana Fernandea, μια δημόσια βρύση στη μία άκρη της Piazza Veneto. Χρονολογείται από τον Μεσαίωνα και είναι απλή σχεδιαστικά, με λίγα στολίδια. Όπως και το Palombaro Lungo, o σκοπός της ήταν πρακτικός. Να προσφέρει πόσιμο νερό στους κατοίκους της πόλης.

Στο BBC μίλησε και ο Francesco Foshino, ιστορικός και ξεναγός αλλά και εκδότης του «Μathera», ενός ιστορικού περιοδικού για την πόλη και την περιοχή. Δηλώνει ενοχλημένος από την εικόνα που υπήρχε για την Mατέρα. Όταν σκέφτεται τα διεθνή πρωτοσέλιδα της δεκαετίας του 1950 με τίτλους όπως «Άνθρωποι ζουν ακόμη σε σπηλιές» θυμώνει. «Είναι η λέξη “ακόμη” που με ενοχλεί. Λες και ζούσαν με τον ίδιο τρόπο που ζούσαν οι άνθρωποι των σπηλαίων στη Νεολιθική Εποχή».

«Στα ιταλικά sasso σημαίνει πέτρα» λέει ο Foschino, «αλλά στη Ματέρα Sasso σημαίνει μία γειτονιά με κτίρια και σπηλιές. Όταν οι ντόπιοι χρησιμοποιούν τη λέξη «σπηλιά» εννοούν τις σπηλιές που είναι δημιούργημα του ανθρώπου, όχι τις φυσικές. Αυτό δημιουργεί παρεξηγήσεις» λέει και τονίζει επίσης πως οι σπηλιές δεν χρησιμοποιήθηκαν για κατοίκιση αλλά σκάφτηκαν πίσω από πέτρινα κτίρια ως χώροι αποθήκευσης τροφίμων και για να παραχθεί ελαιόλαδο, τυρί και κρασί.

Η καθοδική πορεία της Ματέρα ξεκινά από το 1806 όταν η πρωτεύουσα της περιφέρειας Μπαζιλικάτα μεταφέρθηκε από εκεί στην Potenza. Μετά, σαν αποτέλεσμα της Βιομηχανικής Επανάστασης οι σπηλιές, κάποτε πηγή πλούτου, κατέστησαν άχρηστες. Το 1861 με την ενοποίηση της Ιταλίας τα χωράφια που ανήκαν στην ιταλική εκκλησία δημεύτηκαν και οι αγρότες που τα νοίκιαζαν αναγκάστηκαν να μετακομίσουν στο Sassi. Μιας και οι σπηλιές δεν χρησίμευαν πια ως χώροι αποθήκευσης τροφίμων και οι αγρότες χρειάζονταν καταφύγιο, οι Materani νοίκιασαν τις σπηλιές στις οικογένειες αυτές.

Σύντομά η πόλη υπέφερε από υπερπληθυσμό. «Για να να δημιουργήσουν περισσότερο χώρο στις σπηλιές ώστε να μπορούν να στεγάσουν περισσότερους κατοίκους, οι άνθρωποι άρχισαν να σκάβουν πιο βαθιά στα βράχια, τελικά έφτασαν έως τις δεξαμενές φιλτραρίσματος» λέει ο Nicoletti. «Αναπόφευκτα αυτό επηρέασε την ποιότητα του νερού. Οι συνθήκες υγιεινής χειροτέρεψαν, οδηγώντας στην αρρώστια και στον θάνατο».